πραγματεραστής

πραγματεραστής
ὁ, Α
αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + ἐραστής (πρβλ. παιδ-εραστής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”